αυταρχικός

αυταρχικός
-ή, -ό
επίρρ.
1. αυτός που έχει σχέση με την αυταρχία: Συμπαθούσε πάντα τα αυταρχικά καθεστώτα.
2. αυτός που δε λογαριάζει τις γνώμες των άλλων, που δε δέχεται αντιρρήσεις: Και στη δουλειά του και στο σπίτι του ήταν αυταρχικός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αυταρχικός — ή, ό 1. ο σχετικός με την αυταρχία, ο απολυταρχικός 2. αυτός που θέλει να επιβάλλει την θέλησή του στους άλλους, ο δεσποτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυταρχία. Η λ. μαρτυρείται από το 1850 στον Στ. Σταυρόπουλο (πρβλ. αγγλ. autarchic)] …   Dictionary of Greek

  • χωροφυλακίστικος — η, ο, Ν (επιτιμητικά) 1. αυτός που αρμόζει σε χωροφύλακα, αυταρχικός και τραχύς, απότομος («χωροφυλακίστικος τρόπος συμπεριφοράς») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα χωροφυλακίστικα (με περιλπτ. σημ.) ο αυταρχικός και τραχύς τρόπος συμπεριφοράς ενός… …   Dictionary of Greek

  • αρχισατράπης — ο (Μ ἀρχισατράπης) ο πρώτος των σατραπών νεοελλ. μτφ. ο πολύ αυταρχικός, ο τυραννικός μσν. ο διάβολος …   Dictionary of Greek

  • δερέμπεης — και ντερέμπεης, ο 1. τούρκος τοπάρχης ή μπέης, διορισμένος από την πύλη σε κάποια επαρχία, ο οποίος με την πάροδο τού χρόνου έγινε ημιανεξάρτητος 2. άνθρωπος αυταρχικός, δεσποτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. derebeyi] …   Dictionary of Greek

  • δικτατορικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δικτάτορα 2. αυταρχικός, αυθαίρετος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον Κωνν. Σάθα] …   Dictionary of Greek

  • ηγητικός — ἡγητικός, δωρ. τ. ἁγητικός, ή, όν (Α) [ηγητής] ηγετικός, αυταρχικός, καθοδηγητικός …   Dictionary of Greek

  • ισοτύραννος — ἰσοτύραννος, ον (Α) αυτός που είναι όμοιος με τύραννο, τυραννικός, αυταρχικός …   Dictionary of Greek

  • καπετάν — και καπτάν, ο 1. τίτλος που μπαίνει πριν από ονόματα ναυτικών 2. τίτλος που έμπαινε πριν από ονόματα οπλαρχηγών 3. φρ. α) «καπετάν πασάς» ο καπουδάν* πασάς β) «είναι ο καπετάν ένας» είναι αυταρχικός ηγέτης γ) «καπετάν φασαρίας» άτομο που κάνει… …   Dictionary of Greek

  • κοτζάμπασης — Ονομασία των προεστών ή δημογερόντων ενός τόπου κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας. Ο κ. εκλεγόταν διά βοής από τους χριστιανούς κατοίκους μιας περιοχής· η διάρκεια του αξιώματός του ήταν ετήσια, αλλά μπορούσε να παραταθεί, αν δεν υπήρχαν… …   Dictionary of Greek

  • μπέικος — η, ο, θηλ. και ια [μπέης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μπέη ή αυτός που αρμόζει σε μπέη, άνετος, πλουσιοπάροχος («μπέικη ζωή») 2. αυταρχικός, αλαζονικός. επίρρ... μπέικα 1. με τρόπο που προσιδιάζει σε μπέη, με πολυτέλεια, με καλοπέραση,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”