αυταρχικός — ή, ό 1. ο σχετικός με την αυταρχία, ο απολυταρχικός 2. αυτός που θέλει να επιβάλλει την θέλησή του στους άλλους, ο δεσποτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυταρχία. Η λ. μαρτυρείται από το 1850 στον Στ. Σταυρόπουλο (πρβλ. αγγλ. autarchic)] … Dictionary of Greek
χωροφυλακίστικος — η, ο, Ν (επιτιμητικά) 1. αυτός που αρμόζει σε χωροφύλακα, αυταρχικός και τραχύς, απότομος («χωροφυλακίστικος τρόπος συμπεριφοράς») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα χωροφυλακίστικα (με περιλπτ. σημ.) ο αυταρχικός και τραχύς τρόπος συμπεριφοράς ενός… … Dictionary of Greek
αρχισατράπης — ο (Μ ἀρχισατράπης) ο πρώτος των σατραπών νεοελλ. μτφ. ο πολύ αυταρχικός, ο τυραννικός μσν. ο διάβολος … Dictionary of Greek
δερέμπεης — και ντερέμπεης, ο 1. τούρκος τοπάρχης ή μπέης, διορισμένος από την πύλη σε κάποια επαρχία, ο οποίος με την πάροδο τού χρόνου έγινε ημιανεξάρτητος 2. άνθρωπος αυταρχικός, δεσποτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. derebeyi] … Dictionary of Greek
δικτατορικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δικτάτορα 2. αυταρχικός, αυθαίρετος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον Κωνν. Σάθα] … Dictionary of Greek
ηγητικός — ἡγητικός, δωρ. τ. ἁγητικός, ή, όν (Α) [ηγητής] ηγετικός, αυταρχικός, καθοδηγητικός … Dictionary of Greek
ισοτύραννος — ἰσοτύραννος, ον (Α) αυτός που είναι όμοιος με τύραννο, τυραννικός, αυταρχικός … Dictionary of Greek
καπετάν — και καπτάν, ο 1. τίτλος που μπαίνει πριν από ονόματα ναυτικών 2. τίτλος που έμπαινε πριν από ονόματα οπλαρχηγών 3. φρ. α) «καπετάν πασάς» ο καπουδάν* πασάς β) «είναι ο καπετάν ένας» είναι αυταρχικός ηγέτης γ) «καπετάν φασαρίας» άτομο που κάνει… … Dictionary of Greek
κοτζάμπασης — Ονομασία των προεστών ή δημογερόντων ενός τόπου κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας. Ο κ. εκλεγόταν διά βοής από τους χριστιανούς κατοίκους μιας περιοχής· η διάρκεια του αξιώματός του ήταν ετήσια, αλλά μπορούσε να παραταθεί, αν δεν υπήρχαν… … Dictionary of Greek
μπέικος — η, ο, θηλ. και ια [μπέης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μπέη ή αυτός που αρμόζει σε μπέη, άνετος, πλουσιοπάροχος («μπέικη ζωή») 2. αυταρχικός, αλαζονικός. επίρρ... μπέικα 1. με τρόπο που προσιδιάζει σε μπέη, με πολυτέλεια, με καλοπέραση,… … Dictionary of Greek